συντετμημένος

συντετμημένος
συντέμνω
cut down
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μναμόνα — Μναμόνα, ἡ (Α) η μητέρα τών Μουσών, η Μνημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων, πιθ. συντετμημένος τ. τού Μναμο[σύ]νη (πρβλ. ευφροσύνη: ευφρόνη)] …   Dictionary of Greek

  • Υπερίων — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, ένας από τους Τιτάνες. Παντρεύτηκε την αδελφή του Θεία. Από το γάμο αυτό είχε τρία παιδιά, τον Ήλιο, τη Σελήνη και την Ηώ. Ο Όμηρος τον ταυτίζει με τον Ήλιο. * * * ο / Ὑπερίων, ονος, ΝΑ, και Υπερίωνας Ν… …   Dictionary of Greek

  • έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… …   Dictionary of Greek

  • αλωπός — ἀλωπός, ή, όν (Α) 1. ως επίθ. όμοιος με αλεπού, πανούργος 2. ως ουσ. η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλώπηξ, συντετμημένος τ. αντί *ἀλωπεκός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεπός. ΣΥΝΘ. μσν. ἀλωπόχρους] …   Dictionary of Greek

  • βα — βᾱ (Α) 1. συντετμημένος τύπος κλητικής της λ. βασιλεύς («βασιλεῡ») 2. επιφών. μπα! (που μιμείται το βέλασμα του αρνιού) …   Dictionary of Greek

  • διπλάζω — και διπλιάζω (AM διπλάζω) διπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω*] …   Dictionary of Greek

  • διόγνητος — διόγνητος, ον (Α) ο διογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. αντί διογένητος < διο * + γένητος < γίγνομαι] …   Dictionary of Greek

  • δραγατεύω — (Μ δραγατεύω) είμαι δραγάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παράγωγο τού δραγάτης που δεν μαρτυρείται στην αρχ. Ελληνική παρά μόνο ως β συνθετικό στον τ. αρχιδραγάτης, ο δε τ. δεργάτης είναι τής τσακωνικής διαλέκτου. Ασαφής παραμένει η σχέση τών τύπων… …   Dictionary of Greek

  • επίτομος — Χαρακτηρισμός συνοπτικού, επιστημονικού κυρίως, συγγράμματος. Ονομάζεται και επιτομή. * * * η, ο (AM ἐπίτομος, ον) [επιτέμνω] σύντομος, περιληπτικός («επίτομη ιστορία τής Ελλάδας») μσν. φρ. «ἐν ἐπιτόμῳ» σύντομα, περιληπτικά αρχ. 1. συντετμημένος …   Dictionary of Greek

  • επαναδιπλάζω — ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM) ξαναρωτώ («τῶν δ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”